παραμυθιακός

παραμυθιακός
-ή, -όν, ΜΑ [παραμυθία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία
αρχ.
φρ. «παραμυθιακὴ ἐργασία»
(σχετικά με άμπελο) υποβοηθητική εκσκαφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”